- ρυταγωγέας
- ο / ῥυταγωγεύς (-έως, ΝΑο ιμάντας με τον οποίο καθοδηγείται το άλογο, χαλινάρι, ηνίο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυτά (τὰ) «χαλινάρια» (< ἐρύω [Ι] «σύρω, τραβώ», βλ. λ. ῥυτός) + ἀγωγεύς «ιμάντας» (< ἀγωγός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.